Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λίκνο
1 item total
λίκνο το [líkno] Ο39 : 1. (λόγ.) η κούνια του μωρού. 2. (μτφ.) ο τόπος γέννησης, η κοιτίδα: H αρχαία Ελλάδα είναι το ~ του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

[λόγ. < αρχ. λίκνον `καλάθι για λίχνισμα, κούνια΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go