Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίβελος
1 εγγραφή
λίβελος ο [lívelos] Ο20α : υβριστικό ή συκοφαντικό δημοσίευμα με το οποίο συνήθ. ασκείται πολεμική εναντίον κάποιου προσώπου: Tον μήνυσε, γιατί θεώρησε το δημοσίευμά του ως λίβελο εναντίον της.

[λόγ. < ελνστ. λίβελλος `κατηγορία΄ < λατ. libell(us) & γαλλ. libell(e) -ος (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες