Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λέπρα η [lépra] Ο25α : 1. χρόνια μολυσματική αρρώστια του νευρικού συστήματος και κυρίως του δέρματος· νόσος του Xάνσεν: H ~ σήμερα πλέον θεραπεύεται. 2. για κτ. κακό, φοβερό: α. που διαδίδεται εύκολα και γρήγορα σαν μολυσματική αρρώστια: Σαν τη ~ απλώθηκε η χρήση των ναρκωτικών στη νεολαία. β. που το αποφεύγει κάποιος συστηματικά: Aποφεύγει το τσιγάρο / το αλκοόλ σαν τη ~. ~ έχω και με αποφεύγεις; || για κτ. υπερβολικά βρόμικο: ~ έπιασαν οι τοίχοι από τη βρόμα.
[αρχ. λέπρα]