Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λέκιθος
1 item total
λέκιθος η [lékiθos] Ο36 : 1. ο κρόκος του αυγού των πουλιών. 2. (βιολ.) ουσία του κυτταροπλάσματος που αποτελείται από λευκώματα και λίπη και που χρησιμεύει για τη διατροφή και την ανάπτυξη του εμβρύου.

[λόγ.: 1: αρχ. λέκιθος· 2: διεθ. lecith (στη νέα σημ.) -ος < αρχ. λέκιθος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go