Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λάτρα
1 item total
λάτρα η [látra] Ο25α : (οικ.) κοπιαστική φροντίδα, περιποίηση κυρίως για την καθαριότητα του σπιτιού: Kουράστηκα, γιατί έκανα όλη τη ~ του σπιτιού, σκούπισμα, πλύσιμο, ξεσκόνισμα.

[λατρ(εύω) -α (αναδρ. σχημ.) από την παλιά σημ.: `υπηρετώ΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go