Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κώλυμα
1 item total
κώλυμα το [kólima] Ο49 : (επίσ.) οτιδήποτε παρεμποδίζει την εκτέλεση ενός έργου, τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης, οτιδήποτε παρεμβάλλεται ως πρόσκομμα: Yπάρχει νομικό ~. Ένα μέλος του δικαστηρίου δήλωσε ~ λόγω συγγένειας με τον κατηγορούμενο και παραιτήθηκε. (έκφρ.) λόγω κωλύματος: Ο υπουργός δε θα παραστεί στην τελετή λόγω κωλύματος. Λόγω τεχνικού κωλύματος η τηλεόραση δε θα μεταδώσει τον ποδοσφαιρικό αγώνα.

[λόγ. < αρχ. κώλυμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go