Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύρος
1 εγγραφή
κύρος το [kíros] Ο46β : η επιρροή, η επιβολή την οποία ασκεί κάποιος στους άλλους λόγω της αναγνωρισμένης προσωπικής του αξίας, της θέσης ή της ειδικότητάς του, και η οποία επιβάλλει την πλήρη αποδοχή των απόψεών του χωρίς αντίλογο, το σεβασμό, την εμπιστοσύνη: Mε το ~ που έχει / που διαθέτει αυτός ο ιστορικός μπορεί να επηρεάσει τη διεθνή κοινή γνώμη. H γνώμη του έχει μεγάλο ~. Είναι θέμα κύρους. Tο ~ του υπονομεύτηκε. Προσωπικότητα κύρους. || η αναγνωρισμένη από όλους αξία ενός πράγματος: Οι κανόνες αυτοί δεν έχουν επιστημονικό ~. Περιοδικό διεθνούς κύρους.

[λόγ. < αρχ. κῦρος & σημδ. γαλλ. autorité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες