Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόρφος ο [kórfos] Ο18 : 1. (λαϊκότρ.) το στήθος: Έβγαλε από τον κόρφο του ένα χιλιοδιπλωμένο γράμμα. (έκφρ.) φτύνω* στον κόρφο μου. ΦΡ ούτε ψύλλος* στον κόρφο του. (ζεσταίνω) φίδι* στον κόρφο μου. 2. (λογοτ.) το στήθος, ως αγκαλιά: Tο παιδί τρομαγμένο χώθηκε στον κόρφο της μάνας του. Tην έσφιξε στον κόρφο του.
[μσν. κόρφος < ελνστ. κόλφος (ανομ. τροπή [lf > rf], σύγκρ. αδελφός > αδερφός) < αρχ. κόλπος (η τροπή [p > f] ίσως από επίδρ. του υστλατ. colfus < colpus < αρχ. κόλπος)]