Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόμπλεξ
3 εγγραφές [1 - 3]
κόμπλεξ το [kómbleks & kómpleks] Ο (άκλ.) : σύμπλεγμα κατωτερότητας, αίσθημα μειονεξίας: Είναι γεμάτη ~. Προσπαθεί να ξεπεράσει τα ~ του.

[λόγ. < αγγλ. complex < γερμ. Komplex ( [-éks] )]

κομπλεξάρω [kombleksáro & kompleksáro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) κάνω κπ. να αισθανθεί μειονεκτικά, υπερτονίζοντας και προβάλλοντας προσόντα δικά μου ή άλλων, που αυτός δε διαθέτει.

[κόμπλεξ -άρω]

κομπλεξικός -ή -ό [kombleksikós & kompleksikós] Ε1 : για πρόσωπο που κατέχεται από κόμπλεξ ή για εκδηλώσεις που είναι αποτέλεσμα διάφορων κόμπλεξ: Είναι ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο κομπλεξικός. Kομπλεξική συμπεριφορά.

[λόγ. κόμπλεξ -ικός απόδ. γαλλ. complexé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες