Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόμης
1 εγγραφή
κόμης ο [kómis] Ο10 λόγ. γεν. και κόμητος, πληθ. κόμητες, γεν. κομήτων θηλ. κόμησσα [kómisa] Ο27 : τίτλος ευγενείας, ο οποίος στην ιεραρχική κλίμακα βρίσκεται πάνω από το βαρόνο και κάτω από το μαρκήσιο. || (ειρ., προφ.) η κόμησσα, για γυναίκα που φέρεται υπεροπτικά.

[λόγ. < ελνστ. κόμης τίτλος ανώτερου αξιωματούχου < λατ. comes `αξιωματούχος της αυτοκρατορικής συνοδείας΄ σημδ. του μσνλατ. comes ή μέσω του γαλλ. conte· λόγ. κόμ(ης) -ισσα (σφαλερή ορθογρ. κατά το αρσ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες