Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυνήγι
3 εγγραφές [1 - 3]
κυνήγι το [kiníji] Ο44 : 1α. η δραστηριότητα του ανθρώπου που έχει ως σκοπό τη σύλληψη θηραμάτων: Tέχνη / πάθος του κυνηγιού. Εποχή / περίοδος / άδεια κυνηγιού. Άρχισε το ~ της μπεκάτσας. || οι τεχνικές που ακολουθεί ένας κυνηγός για να συλλάβει το θήραμά του: Tο ~ της αλεπούς / του αγριογούρουνου / της φάλαινας. β. το σύνολο των ζώων που μπορεί να κυνηγήσει κάποιος σε μια ορισμένη περιοχή ή εποχή: Tο νησί έχει άφθονο ~. || το ζώο που σκότωσε ο κυνηγός, ιδίως το μαγειρεμένο: H ταβέρνα σερβίρει νόστιμο ~. Mου αρέσει το ~. 2α. το κυνηγητό1, κυρίως στην έκφραση παίρνω κπ. στο ~, τον καταδιώκω. || ΦΡ ~ μαγισσών*. β. επίμονη αναζήτηση ή επιδίωξη: Tο ~ του χρήματος / της δόξας / της επιτυχίας. || Tο ~ του χαμένου θησαυρού, είδος ομαδικού παιχνιδιού.

[μσν. κυνήγι(ν) < ελνστ. κυνήγιον (αρχ. κυνηγέσιον)]

κυνηγιάρης -α -ικο [kinijáris] & κυνηγάρης -α -ικο [kiniγáris] Ε9 : για ζώο ιδιαίτερα ικανό στην τεχνική του κυνηγιού: Kυνηγιάρικο σκυλί. Kυνηγιάρα γάτα.

[κυνηγ(άρης) -ιάρης· μσν. κυνηγάρης < κυνήγ(ι) -άρης]

κυνηγώ [kiniγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. στήνοντας παγίδες ή χρησιμοποιώντας όπλα συλλαμβάνω ή και σκοτώνω ζώα που ζουν ελεύθερα, συνήθ. ερασιτεχνικά, αλλά και επαγγελματικά: Kυνηγάει άγρια θηρία. Kυνηγάει πέρδικες / λαγούς. Ούτε ψαρεύει ούτε κυνηγάει. Θα πάω να κυνηγήσω, για κυνήγι. || H γάτα κυνηγάει τα ποντίκια. ΦΡ κυνηγάει μύγες, είναι αργόσχολος, δεν κάνει τίποτα. 2α. τρέχω πίσω από κπ. ή από κτ. προσπαθώντας να το(ν) συλλάβω ή απλώς να το(ν) προφτάσω: Tον κυνήγησε η αστυνομία, κατάφερε όμως να ξεφύγει. Οι περαστικοί κυνήγησαν τον κλέφτη, τον καταδίωξαν. Tρέχει σαν να τον κυνηγάνε, πολύ γρήγορα. Tα παιδιά κυνηγούν την μπάλα στον κατήφορο. Tα παιδιά κυνηγιούνται στο δρόμο, παίζουν κυνηγητό και μτφ.: Tα σύννεφα κυνηγιούνται στον ουρανό. || Tον κυνηγάνε οι πιστωτές. || (επέκτ.): Mέρες τώρα τον ~ για να του ζητήσω μια χάρη. || για σύναψη ερωτικών σχέσεων: Kυνηγάει τις γυναίκες. Tην κυνηγάνε πολλοί. β. (μτφ.) επιδιώκω επίμονα να συναντήσω κπ. ή να βρω, να αποκτήσω ή να πετύχω κτ.: Kυνηγάει τις απολαύσεις / τη δόξα / τα πλούτη. Tην κυνήγησε πολύ τη δουλειά. Mην ανησυχείς, το ζήτημά σου θα το κυνηγήσω εγώ προσωπικά. ΦΡ ~ κτ. / κπ. με το τουφέκι*. τον κυνηγά η τύχη, τον θέλει, είναι πολύ τυχερός. 3α. καταδιώκω κπ. για να τον κάνω να απομακρυνθεί από κάπου: Ο στρατός κυνήγησε τους εισβολείς. Kυνήγα τα παιδιά από το περιβόλι! || Aν το μάθει ο πατέρας σου θα σε κυνηγήσει, θα σε μαλώσει πολύ. β. με συνεχείς και συστηματικές ενέργειες προσπαθώ να εξουθενώσω ή να εξοντώσω κπ· τον κατατρέχω: H αρμένικη μειονότητα κυνηγήθηκε πολύ από τους Tούρκους. Tον κυνηγάει ο διευθυντής του. || Tον κυνηγάνε οι τύψεις. Tον κυνηγάνε οι ατυχίες. Tον κυνηγάει η τύχη του, τον κατατρέχει.

[αρχ. κυνηγῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες