Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυδώνι
3 εγγραφές [1 - 3]
κυδώνι 1 το [kiδóni] Ο44 : ο καρπός της κυδωνιάς, μεγάλο, σχεδόν στρογγυλό, φρούτο με χνουδωτή φλούδα, ανοιχτό κίτρινο χρώμα και στυφή γεύση: ~ πελτές. Kυδώνια κομπόστα.

[μσν. κυδώνι(ν) < ελνστ. κυδώνιον < αρχ. Κυδώνια μῆλα `μήλα από την Κυδωνία της Κρήτης΄ (τα σημερινά Χανιά)]

κυδώνι 2 το : οστρακοειδές θαλασσινό, είδος αχηβάδας.

[< κυδώνι 1 (από την ομοιότητα του σχήματος)]

κυδωνιά η [kiδoá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο με μεγάλα λευκορόδινα άνθη.

[ελνστ. κυδωνία, κυδωνέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (δες στο κυδώνι 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες