Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κρόσσι το [krósi] Ο44 : νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ.: Σάλι με κρόσσια. Tα κρόσσια της τέντας.
[ελνστ. κροσσίον (μετακ. τόνου κατά τα άλλα υποκορ. σε -ιον)]