Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυψώνα
1 εγγραφή
κρυψώνα η [kripsóna] Ο25 & κρυψώνας ο [kripsónas] Ο2 : μέρος κατάλληλο για να κρύψει κανείς κτ. ή για να κρυφτεί ο ίδιος: Θέλω να βρω μια καλή ~ για τα χρυσαφικά μου. Tα παιδιά βρήκαν μια καλή ~ και μπήκαν μέσα.

[κρυψ- (κρύβω) -ώνας και μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες