Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κροκόδειλος ο [krokóδilos] Ο20 : μεγάλο σαρκοβόρο αμφίβιο ερπετό με μακρύ και πλατύ ρύγχος, μακριά ουρά και φολιδωτό δέρμα, που ζει σε ποτάμια και σε λίμνες των τροπικών χωρών.
[λόγ. < αρχ. κροκόδιλος (αρχική σημ.: `σαύρα΄) με σφαλερή ελνστ. ορθογρ.]