Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κρανιά
2 items total [1 - 2]
κρανιά η [kraná] Ο24 : είδος δέντρου με πολύ σκληρό ξύλο και μικρούς σφαιρικούς βαθυκόκκινους καρπούς.

[ελνστ. ή μσν. κρανέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κράν(ον) -έα > -ιά]

κρανιακός -ή -ό [kraniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κρανίο: Kρανιακό οστό. Ο τραυματίας έχει κρανιακές κακώσεις. || (ανθρωπολ.) ~ δείκτης, η σχέση του μέγιστου πλάτους προς το μέγιστο μήκος του κρανίου.

[λόγ. < μσν. κρανιακός < κρανί(ον) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go