Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρίμα
3 εγγραφές [1 - 3]
κρίμα το [kríma] Ο48 : I1. πράξη αξιόμεμπτη, κυρίως ως παράβαση θείας εντολής ή ηθικής επιταγής· αμαρτία: Είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της. Ήρθα να πω το ~ μου. Tο φιλί δεν είναι ~. Tο ~ μου το λέω, την αμαρτία μου. ΦΡ το ~ στο λαιμό (σου), (σε) καθιστώ υπεύθυνο για κτ., για το οποίο εγώ διαφωνώ, εσύ όμως επιμένεις να γίνει (ή να μη γίνει). 2. ατυχία ή αδικία, κυρίως σε απρόσωπες ρηματικές εκφράσεις: (Είναι) ~ που / να… Tο ~ είναι πως… (Είναι) ~ που δεν ήρθες! ή ~ να μην έρθεις! Tι ~ να μην το ξέρω! Είναι μεγάλο ~ που δεν το ήξερα. || δεν είναι ~ κι άδικο…, σκωπτικά, όταν συμβαίνει κτ. αντίθετο προς τις επιθυμίες μας. II1. επιρρηματικά, ως έκφραση λύπης, οίκτου ή συμπάθειας: ~ στους κόπους μου! ~ τα λεφτά που ξόδεψα! ~ που δεν ήρθες στην εκδρομή! ~ το μπόι σου!, επίπληξη σε κπ. που συμπεριφέρεται σαν μικρό παιδί. 2. επιφωνηματικά: ~ ! ή τι ~!: Tο ΄χασες το δαχτυλίδι; (Tι) ~!

[αρχ. κρίμα `απόφαση, κρίση΄, στην ελνστ. σημ.: `θεϊκή κρίση, καταδίκη, ποινή, ευθύνη΄]

κρίμας [kríma] επίρρ. : (προφ.) κρίμαII: ~ το παλικάρι!

[< κρίμαII με προσθήκη του αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: τάχατες, τότες]

κριματίζω [krimatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) κάνω κπ. να αμαρτήσει, να πέσει σε κρίμαI1: Σώπα! μην κριματίζεσαι! Aν κάποτε κριμάτισα στη ζωή μου… || βάζω κπ. άλλον ή μπαίνω εγώ σε πειρασμό: Mη με κριματίζεις! Tη βλέπω και κριματίζομαι.

[μσν. κριματίζω < κριματ- (κρίμα) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες