Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κράζω [krázo] Ρ2.2α : 1. (λαϊκότρ., λογοτ.) α. για ορισμένα πουλιά, βγάζω φωνή που μοιάζει με αυτή του κόρακα· κρώζω. β. (μτφ.) φωνάζω δυνατά ή φωνάζω κπ. να έρθει κοντά, καλώ, προσκαλώ: Σύρε να κράξεις το γιατρό. 2. (λαϊκ.) α. γιουχαΐζω κπ., τον αποδοκιμάζω έντονα και με κραυγές: Tον κράξανε στο γήπεδο. || διαπομπεύω. β. επιπλήττω κπ. με έντονο τρόπο: Άργησα πάλι το βράδυ και μ΄ έκραξε ο πατέρας μου.
[αρχ. κράζω]



