Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούνελος
1 εγγραφή
κούνελος ο [kúnelos] Ο20 θηλ. κουνέλα [kunéla] Ο25 : 1. κουνέλι. 2. (θηλ., μτφ.) μειωτικά, για γυναίκα που γεννάει πολλά παιδιά.

[κουνέλ(ι) μεγεθ. -ος, -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες