Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούκλα
3 εγγραφές [1 - 3]
κούκλα 1 η [kúkla] Ο25 αρσ. κούκλος [kúklos] Ο18 : 1α. ομοίωμα ανθρώπινης, συνήθ. παιδικής, μορφής σε μικρό μέγεθος, ένα από τα αρχαιότερα και συνηθέστερα κοριτσίστικα παιχνίδια: Πάνινη / πορσελάνινη ~. Έχει μια ~ που μιλάει / που περπατάει. Aκόμα παίζει με τις κούκλες της, για να δηλώσουμε την πολύ νεαρή ηλικία ενός κοριτσιού, και ως έκφραση τις κούκλες θα παίξουμε τώρα;, για σοβαρή υπόθεση που αντιμετωπίζεται με επιπολαιότητα. β. ομοίωμα ανθρώπινης μορφής σε φυσικό μέγεθος, συνήθ. μόνο του κορμού ως μοντέλο για την πρόβα σε ραφεία, ή ολόκληρου του σώματος για την παρουσίαση ρούχων σε βιτρίνες. γ. η μαριονέτα. 2. (μτφ.) α. ως χαρακτηρισμός πολύ όμορφου ανθρώπου, συνήθ. γυναίκας, κοπέλας ή μικρού κοριτσιού: Έχει μια κόρη (σκέτη) ~. Σαν κέρινη ~, για γυναίκα με πρόσωπο χλωμό και αλαβάστρινο. Είναι αληθινός κούκλος ο γιος της. Είναι σαν άψυχη ~, μειωτικά για όμορφη γυναί κα χωρίς προσωπικότητα. || (προφ.) για κτ. εξαιρετικά όμορφο και χαριτωμένο: ~ το ΄κανε το σπίτι της. (έκφρ.) απ΄ έξω ~ κι από μέσα πανούκλα, για εξωτερική μόνο ομορφιά ή τάξη. β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου χωρίς προσωπικότητα, που δρα ως υποχείριο άλλου. κουκλάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1α, 2. κουκλίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ 1α, 2. κουκλάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2, συνήθ. λαϊκ. ως θαυμαστικό επιφώνημα σε διερχόμενη ωραία άγνωστη γυναίκα.

[υστλατ. *cuc(u)la ( [kúk-] ) < cuculla ( [kukú-] ) `κουκούλα΄· κούκλ(α) αρσ. -ος· κούκλ(α) -ίτσα, -άρα]

κούκλα 2 η : συσκευασία νήματος σε μορφή μακρόστενης δεσμίδας: Πόσες κούκλες μαλλί θα χρειαστούν για τη μπλούζα;

[< κούκλα 1]

κούκλα 3 η : κώνος καλαμποκιού.

[< κούκλα 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες