Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοψοχρονιά [kopsoxroná] & κοψοχρονιάς [kopsoxronás] επίρρ. : (προφ.) για πώληση σε εξευτελιστική τιμή λόγω επείγουσας ανάγκης.
[κοψο- + χρονιά· γεν. σε επιρρ. χρήση]