Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτόφραγκος
1 εγγραφή
κουτόφραγκος ο [kutófraŋgos] Ο20 : ειρωνικός χαρακτηρισμός για το δυτικοευρωπαίο, που θεωρείται αφελής σε σχέση με τον πονηρό Έλληνα.

[κουτ(ός) -ο- + Φράγκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες