Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσομπολεύω
1 εγγραφή
κουτσομπολεύω [kutsombolévo] -ομαι Ρ5.2 : σχολιάζω κακόβουλα και επικρίνω τις πράξεις και τη συμπεριφορά τρίτων: Tην κουτσομπολεύει όλη η γειτονιά. Tης αρέσει να κουτσομπολεύει.

[κουτσο- + μπολεύω `περιφέρομαι, περιπλανιέμαι΄ < ελνστ. *ἐμπολεύω (με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < συμφυρ. αρχ. πολῶ, πολ(εύω) `τριγυρίζω΄ + (ἐμ)πολῶ `εμπορεύομαι, πουλώ, ασχολούμαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες