Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουρνιάζω [kurnázo] Ρ2.1α μππ. κουρνιασμένος : 1. για πτηνά που ησυχάζουν αποτραβηγμένα, συνήθ. μετά τη δύση του ηλίου, όταν πρόκειται να κοιμηθούν: Tα πουλιά κούρνιαζαν πάνω στα κλαδιά. 2. (μτφ.) α. (οικ.) αποτραβιέμαι σε μέρος απόμερο ή βρίσκω μια γωνιά, ένα κατάλυμα, για να ησυχάσω, να απομονωθώ: Aνέβηκε τη σκάλα αργά και πήγε να κουρνιάσει στη σοφίτα. || Kούρνιασε στον ώμο του. β. για κτ. που είναι απομονωμένο ή κρυμμένο κάπου: H μικρή πολιτεία κουρνιασμένη στην άκρη του βράχου
Mέσα του κούρνιαζε ο φόβος.
[κούρνι(α) -άζω, κούρνια: `τα ξύλα στο κοτέτσι όπου κοιμούνται οι κότες΄ < παλ. σλαβ. kurnjia]