Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κουμπούρας
1 item total
κουμπούρας ο [kumbúras] Ο3 : (προφ.) κακός μαθητής, που η απόδοσή του στο σχολείο δεν είναι διόλου ικανοποιητική.

[κουμπούρ(α) -ας (ειρ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go