Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουκουνάρ
3 εγγραφές [1 - 3]
κουκουνάρα η [kukunára] Ο25α : ο κωνικός και φολιδωτός καρπός της κουκουναριάς και γενικότερα του πεύκου, του ελάτου και άλλων κωνοφόρων δέντρων. ΦΡ άρες* μάρες κουκουνάρες.

[μσν. κουκουνάρα < κουκουνάρ(ι) μεγεθ. ]

κουκουνάρι το [kukunári] Ο44 : 1. ο σπόρος της κουκουνάρας: Γαλοπού λα γεμιστή με κουκουνάρια. 2. η κουκουνάρα.

[μσν. κουκουνάρι < κουκουνάριον < *κοκκωνάριον (στη νέα σημ.) ( [o > u] από επίδρ. των υπερ. [k] ) υποκορ. αρχ. κόκκων `σπυρί ροδιάς΄ -άριον (ορθογρ. απλοπ.)]

κουκουναριά η [kukunarjá] Ο24 : είδος πεύκου που ο καρπός του μας δίνει κουκουνάρια που τρώγονται.

[μσν. κουκουναριά < κουκουνάρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες