Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβούκλιο
1 εγγραφή
κουβούκλιο το [kuvúklio] Ο41 : ελαφριά θολωτή κατασκευή, συνήθ. φορητή, που καλύπτει κτ. προστατευτικά: Tο ~ του επιταφίου. || στα φορτηγά αυτοκίνητα η καμπίνα του οδηγού, σε σχέση με την καρότσα.

[λόγ. < μσν. κουβούκλιον < μσνλατ. cobucl(um) -ιον (λατ. cubic(u)lum `κρεβατοκάμαρα΄) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες