Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κοσμολογία η [kozmolojía] Ο25 : 1. (αστρον.) επιστήμη που μελετά τη δομή και την εξέλιξη του σύμπαντος καθώς και τους γενικούς νόμους που το διέπουν. 2. (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία για τη δημιουργία του κόσμου.
[λόγ. < γαλλ. cosmologie < cosmo- = κοσμο- + -logie = -λογία]



