Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κορβέτα
1 item total
κορβέτα η [korvéta] Ο25 : 1. παλαιό τρικάταρτο ιστιοφόρο πλοίο, πολεμικό ή εμπορικό, ενδιάμεσης κατηγορίας ανάμεσα στη φρεγάτα και στο μπρίκι. 2. σύγχρονο ελαφρό πολεμικό πλοίο συνοδείας, κατά κανόνα μικρότερο και ελαφρότερα εξοπλισμένο από τη φρεγάτα.

[ιταλ. corvetta < γαλλ. corvette]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go