Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπρίτης
1 εγγραφή
κοπρίτης ο [koprítis] Ο10 θηλ. κοπρίτισσα [koprítisa] Ο27 στη σημ. 2 : (οικ.) 1. χαρακτηρισμός αδέσποτου σκύλου που δεν είναι ράτσας· κοπρόσκυλο. 2. (μτφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη, αργόσχολου και χαραμοφάη.

[μσν. κοπρίτης `βρομιάρης΄ < κόπρ(ος) -ίτης· κοπρίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες