Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντσέρτο
1 εγγραφή
κοντσέρτο το [kontsérto] & κονσέρτο το [konsérto] Ο39 : 1. συναυλία1. 2. (μουσ.) σύνθεση για σόλο όργανο (ή όργανα) και ορχήστρα: ~ για πιάνο και ορχήστρα. Tο τριπλό ~ του Mπετόβεν.

[ιταλ. concerto· λόγ. κατά το γαλλ. concert (< ιταλ. concerto)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες