Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονκλάβιο
1 εγγραφή
κονκλάβιο το [koŋklávio] & κογκλάβιο το [koŋglávio] Ο41 : 1. μειωτικός χαρακτηρισμός συμβουλίου, συνήθ. ανωτέρου επιπέδου, του οποίου κύριο χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη διαφάνειας στη λήψη των αποφάσεων, η μυστικότητα και ο κλειστός χαρακτήρας του. 2. αίθουσα όπου συνεδριάζουν οι καρδινάλιοι για να εκλέξουν νέο πάπα. || το συμβούλιο των καρδιναλίων.

[λόγ. < μσνλατ. conclav(e) `συνέλευση αξιωματούχων΄, λατ. σημ.: `δωμάτιο κλεισμένο με κλειδί΄ -ιον· ορθογρ. αφομ. νκ > γκ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες