Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κολακεία
1 item total
κολακεία η [kolakía] Ο25 : υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά, ψεύτικος ή υπερβολικός έπαινος που απευθύνεται σε κπ. από υστεροβουλία: Mε τις κολακείες του κατάφερε να γίνει αρεστός στους προϊσταμένους του και να πάρει αύξηση.

[λόγ. < αρχ. κολακεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go