Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκ
62 εγγραφές [1 - 10]
κοκ 1 το [kók] Ο (άκλ.) : στερεή καύσιμη ύλη που παράγεται μετά την ξηρά απόσταξη των λιθανθράκων.

[λόγ. < γαλλ. coke < αγγλ. coke]

κοκ 2 το : είδος στρογγυλής πάστας που καλύπτεται από σοκολάτα.

[ίσως γαλλ. coque `κοχύλι΄]

κόκα 1 η [kóka] Ο25α : 1. κοινή ονομασία του φυτού από τα φύλλα του οποίου εξάγεται η κοκαΐνη. 2. (λαϊκ.) η κοκαΐνη.

[1: λόγ. < νλατ. coca (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής)· 2: αγγλ. coke < Cocaine (δες κοκαΐνη) (διαφ. το μσν. κόκκα `κεφάλι΄ < ιταλ. cocca)]

κόκα 2 η : (προφ.) η κόκα κόλα.

[σύντμ. του κόκα κόλα αναλ. προς την αγγλ. σύντμ. coke < Coca-cola (δες κόκα κόλα)]

κόκα κόλα η [kóka kóla] Ο (άκλ.) : εμπορική ονομασία αεριούχου αναψυκτικού αμερικάνικης προέλευσης.

[αγγλ. Coca-cola σήμα κατατ. (περιέχει εκχύλισμα φύλλων κόκας, όχι ναρκωτικό)]

κοκαΐνη η [kokaíni] Ο30 : είδος ναρκωτικού.

[λόγ. < γερμ. Kokain < νλατ. coca (δες κόκα11) (-in = -ίνη)]

κοκαϊνομανής -ής -ές [kokainomanís] Ε10 : συνήθ. ως ουσ. ο κοκαϊνομανής, θηλ. κοκαϊνομανής, τοξικομανής που έχει εθιστεί στη χρήση της κοκαΐνης.

[λόγ. κοκαΐν(η) -ο- + -μανής]

κοκαϊνομανία η [kokainomanía] Ο25 : (ιατρ.) τοξικομανία που οφείλεται στη χρόνια χρήση κοκαΐνης.

[λόγ. κοκαΐν(η) -ο- + -μανία]

κοκαλένιος -α -ο [kokalénos] Ε4 : κοκάλινος.

[μσν. κοκαλένιος < κόκαλ(ο) -ένιος]

κοκάλι το [kokáli] Ο44 : είδος αφρόψαρου που συγγενεύει με το σαυρίδι, έχει σκούρο χρώμα και λέπια που χρυσίζουν.

[εν. < αρχ. πληθ. κοκάλια]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες