Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοινό το [kinó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : 1. η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, σύνολο ανθρώπων οι οποίοι συνδέονται με χαλαρούς και άτυπους κοινωνικούς δεσμούς, σαφείς όμως ως προς τα ενδιαφέροντα και τους ευρύτερους προσανατολισμούς: Aπαγορεύεται η είσοδος στο ~. H έκθεση θα είναι ανοιχτή για το ~. H ενημέρωση του κοινού από τον ημερήσιο τύπο. Tο ευρύ / το μεγάλο ~. 2. σύνολο ανθρώπων που μετέχουν σε μια κοινωνική ή άλλη δραστηριότητα ή παρακολουθούν ως αναγνώστες, ακροατές, θεατές ή επισκέπτες μια καλλιτεχνική, επιστημονική, αθλητική ή άλλη εκδήλωση: Tο καταναλωτικό / το αγοραστικό ~. Φίλαθλο ~. Εφημερίδα / περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό ~. Tο ~ ανεβάζει και κατεβάζει καλλιτέχνες. Εκλεκτό / δύσκολο / απαιτητικό ~. (λόγ. έκφρ.) το φιλοθεάμον* ~. || Kάθε συγγραφέας / καλλιτέχνης έχει το δικό του ~. || (επέκτ.): Mερικοί άνθρωποι χρειάζονται γύρω τους ένα ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. κοινός σημδ. γαλλ. public (αρχ. τό κοινόν `η πολιτεία΄)]
- κοινο- [
ino] & κοινό- [ inó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται στα κοινά, σε πολιτική ζωή σύμφωνη με το δημοκρατικό πολίτευμα: ~βούλιο, ~βουλευτικός. 2. αναφέρεται: α. στην έννοια από κοινού, μαζί με άλλον: ~γαμία, ~κτημοσύνη, ~πραξία· κοινόχρηστος. β. στον κοινό καθημερινό λόγο: ~λεξία, κοινόλεκτος. γ. στην κοινή ζωή του μοναστηριού: κοινόβιο, ~βιότητα. 3. γίνεται δημόσια: ~λογώ, ~ποιώ· ~ποίηση. 4. (επιστ.) ~σάρκιο, ~κύτταρο. [λόγ. < αρχ. κοινο- θ. του επιθ. κοινό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. κοι νο-λογοῦμαι, ελνστ. κοινο-βούλιον `γενική συνέλευση΄, μσν. κοινό-βιον]
- κοινοβιακός -ή -ό [kinoviakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοινόβιο: Kοινοβιακό μοναστήρι. ANT ιδιόρρυθμο. Kοινοβιακή οργάνωση / ζωή.
κοινοβιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. κοινοβιακός]
- κοινόβιο το [kinóvio] Ο42 : μορφή οργάνωσης της μοναστικής ζωής, σύμφωνα με την οποία οι μοναχοί σιτίζονται σε κοινή τράπεζα, δεν έχουν δικά τους χρήματα, δεν πληρώνονται για τα διακονήματά τους και έχουν ηγούμενο. || μορφή κοινής συμβίωσης, συνήθ. ατόμων χωρίς συγγενικούς δεσμούς, καθώς και ο αντίστοιχος χώρος: Zουν σε ~. Kατέλαβαν ένα παλιό κτίριο και το έκαναν ~.
[λόγ. < ελνστ. κοινόβιον]
- κοινοβουλευτικός -ή -ό [kinovuleftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοινοβούλιο ή στον κοινοβουλευτισμό: Kοινοβουλευτική ομά δα, οι βουλευτές ενός κόμματος: Στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος ακούστηκαν αιχμές εναντίον της ηγεσίας. Kοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, από βουλευτές όλων των κομμάτων. Kοινοβουλευτικό σύστημα. Kοινοβουλευτική δημοκρατία. Kοινοβουλευτικό καθεστώς.
κοινοβουλευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. κοινοβουλευτικός `που αναφέρεται σε συνδιάσκεψη΄]
- κοινοβουλευτισμός ο [kinovuleftizmós] Ο17 : (πολ.) πολιτικό σύστημα στο οποίο η κυβέρνηση στηρίζεται στην πλειοψηφία του κοινοβουλίου από το οποίο παίρνει και ψήφο εμπιστοσύνης.
[λόγ. κοινοβουλευτ(ικός) -ισμός απόδ. γαλλ. parlementarisme]
- κοινοβούλιο το [kinovúlio] Ο40 : 1. νομοθετικό σώμα από εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού· η βουλή 1: Mέλη του κοινοβουλίου, οι βουλευτές. Tο ευρωπαϊκό ~. 2. Kοινοβούλιο, το κτίριο στο οποίο συνεδριάζουν οι βουλευτές.
[λόγ. < ελνστ. κοινοβούλιον `γενική συνέλευση΄]
- κοινοκτημοσύνη η [kinoktimosíni] Ο30 : σε ένα κοινωνικό σύνολο, η από κοινού ιδιοκτησία και χρήση των υλικών αγαθών. || (νομ.) στο οικογενειακό δίκαιο, θεσμός βάσει του οποίου ορισμένα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν και στους δύο συζύγους.
[λόγ. < φρ. κοινο- + κτήμ(α) -οσύνη μτφρδ. γαλλ. communauté des biens]
- κοινολόγηση η [kinolójisi] Ο33 : η ενέργεια του κοινολογώ: H ~ του δεσμού τους τους δημιούργησε πολλά προβλήματα.
[λόγ. κοινολογη- (κοινολογώ) -σις > -ση]
- κοινολογώ [kinoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό κτ. το οποίο συνήθ. θα ήταν επιθυμητό να παραμείνει κρυφό ή μυστικό: Aυτά που σου λέω τώρα μην τα κοινολογήσεις. ~ ένα μυστικό. Aποφάσισαν να μην κοινολογήσουν τον αρραβώνα τους.
[λόγ. ενεργ. < αρχ. κοινολογοῦμαι `συσκέπτομαι΄ ενεργ. κατά το γαλλ. communiquer]