Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοινοτοπία
1 item total
κοινοτοπία η [kinotopía] Ο25 : σκέψη ή λόγος που έχει χρησιμοποιηθεί πολύ και από πολλούς και στερείται έτσι κάθε πρωτοτυπίας: Γράφω / λέω κοινοτοπίες. Mας αράδιασε ένα σωρό κοινοτοπίες.

[λόγ. < φρ. κοι ν(ός) -ο- + τόπ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. lieu commun ή αγγλ. common-place κατά τη σημ. της αρχ. λ. τόπος (στη ρητορ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go