Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιμίζω
1 εγγραφή
κοιμίζω [kimízo] Ρ2.1α μππ. κοιμισμένος* : α. κάνω κπ. να κοιμηθεί· αποκοιμίζω: Kάνετε ησυχία, γιατί κοιμίζει το μωρό. || δημιουργώ σε κπ. διάθεση για ύπνο, κυρίως λόγω ανίας: Σε κοιμίζει, όταν μιλάει. β. προκαλώ ύπνο σε κπ. με τεχνητά μέσα: Tον κοίμισε με υπνωτικό και τον έκλεψε. Έπρεπε να τον κοιμίσουν πριν κάνουν την επέμβαση, να τον ναρκώσουν.

[αρχ. κοιμίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες