Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κλυδωνίζομαι
1 item total
κλυδωνίζομαι [kliδοnízome] Ρ2.1β : 1. για κτ. που συνταράσσεται από μεγάλη θαλασσοταραχή: Tο πλοίο κλυδωνιζόταν, έρμαιο των κυμάτων. H βάρκα άρχισε να κλυδωνίζεται επικίνδυνα. 2. (μτφ.) για κτ. που περνάει μια περίοδο αναταραχής και αποσταθεροποίησης: Kλυδωνίζεται το κράτος / η οικονομία.

[λόγ. < ελνστ. κλυδωνίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go