Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κληρονομώ
1 εγγραφή
κληρονομώ [klironomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. έρχεται στην κατοχή μου, αποκτώ μια περιουσία, ακίνητη ή χρηματική, ως νόμιμος δικαιούχος είτε λόγω συγγένειας είτε βάσει διαθήκης του προηγούμενου κατόχου: Tα παιδιά κληρονομούν συνήθως τους γονείς. Θα κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία. Kληρονόμησε έναν πλούσιο θείο της. || (επέκτ.): Kληρονόμησα ένα παλιό χαλί από τη γιαγιά μου. Aπό πού το κληρονόμησες αυ τό το παλτό;, και ειρωνικά για κτ. που φαίνεται ότι δεν είναι δικό μας. 2. (μτφ.) α. για οτιδήποτε μας παραδίδεται από το παρελθόν: Kληρονομήσαμε όλα τα σφάλματα του παρελθόντος. β. έχω χαρακτηριστικά γνωρίσματα, σωματικά, ψυχικά ή πνευματικά που μου μεταβίβασαν οι γονείς ή οι πρόγονοι: Tην καλλιτεχνική ευαισθησία την κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ένα ανεπαίσθητο τικ, το κληρονόμησε από τη μητέρα του. γ. (μππ., γλωσσ.) κληρονομημένες λέξεις, που υπάρχουν στη λαϊκή μορφή της γλώσσας συνεχώς για πολλούς αιώνες.

[1: αρχ. κληρονομῶ· 2α, β: λόγ. σημδ. γαλλ. hériter & αγγλ. inherit· 2γ: λόγ. σημδ. αγγλ. inherited]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες