Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κληροδότης
1 item total
κληροδότης ο [kliroδótis] Ο10 θηλ. κληροδότρια [kliroδótria] Ο27 : αυτός που κληροδοτεί κτ. σε κπ. || (ως επίθ.): Kληροδότρια εταιρεία.

[λόγ. < μσν. κληροδότης, ελνστ. σημ.: `μοιραστής΄· λόγ. κληροδό(της) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go