Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κληρικός
1 εγγραφή
κληρικός ο [klirikós] Ο17 : ιερέας οποιασδήποτε βαθμίδας, στη χριστιανική εκκλησιαστική ιεραρχία· ιερωμένος, παπάς. ANT λαϊκός.

[λόγ. < ελνστ. κληρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες