Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλασικιστής
1 εγγραφή
κλασικιστής ο [klasikistís] Ο7 θηλ. κλασικίστρια [klasikístria] Ο27 : καλλιτέχνης που ακολουθεί την τεχνοτροπία του κλασικισμού. || (ως επίθ.): Kλασικιστές ζωγράφοι. || οπαδός του κλασικισμού.

[λόγ. < αγγλ. classicist < classic = κλασικ(ός) -ist = -ιστής· λόγ. κλασικισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες