Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κισσός
1 εγγραφή
κισσός ο [kisós] Ο17 : αειθαλές αναρριχητικό φυτό με τρίλοβα συνήθ. φύλ λα, πράσινα από κάτω και κοκκινωπά από πάνω, με προεξέχουσες νευρώσεις.

[αρχ. κισσός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες