Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιούρτος
1 εγγραφή
κιούρτος ο [kúrtos] Ο18 : ειδικό αλιευτικό καλάθι.

[αρχ. κύρτος (χωρίς τη συνηθισμένη τροπή του [y] σε [i] : δες Υ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες