Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηδεύω
1 εγγραφή
κηδεύω [kiδévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ.5.2 : κάνω κηδεία: Πέθανε χθες και κηδεύεται σήμερα. Tον κήδεψαν με όλες τις τιμές / με τιμές αρχηγού κράτους.

[λόγ. < αρχ. κηδεύω `φροντίζω κπ., θάβω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες