Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερατιάτικα
1 εγγραφή
κερατιάτικα τα [keratátika] Ο41 : (λαϊκ.) μόνο στη ΦΡ πληρώνω τα ~: α. πληρώνω κοροϊδίστικα λεφτά. β. υφίσταμαι τις συνέπειες παρόλο που δεν είμαι ο (κύριος) υπαίτιος· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα σπασμένα.

[κέρατ(ο) -ιάτικα, ουδ. πληθ. του -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες