Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κεντήστρα
1 item total
κεντήστρα η [kendístra] & κεντήτρα η [kendítra] Ο25 : γυναίκα που έχει ως επάγγελμα τη δημιουργία κεντημάτων, που ζει από το κέντημα, κεντώντας.

[κεντησ-, κεντη- (κεντώ) -τρα (πρβ. ελνστ. κεντητής `κατασκευαστής μωσαϊκών΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go