Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κελάρι
1 item total
κελάρι το [kelári] Ο44 : υπόγειος συνήθ. χώρος σε αγροτικά κυρίως σπίτια που χρησιμεύει ως αποθήκη τροφίμων και ποτών.

[μσν. κελλάριν < ελνστ. κελλάριον < υστλατ. cellari(um) -ον (ορθογρ. απλοπ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go