Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καχεκτικός
1 item total
καχεκτικός -ή -ό [kaxektikós] Ε1 : 1. που εμφανίζει συμπτώματα καχεξίας: Kαχεκτικά παιδιά. 2. (μτφ.) που δεν ευδοκιμεί, που δεν αναπτύσσεται κανονικά, που εμφανίζει συμπτώματα στασιμότητας ή μαρασμού: Kαχεκτική βλάστηση. Kαχεκτικά φυτά. Kαχεκτική βιομηχανία / επιχείρηση.

[λόγ. < ελνστ. καχεκτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go