Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καυτηριάζω
1 εγγραφή
καυτηριάζω [kaftiriázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με πυρακτωμένο εργαλείο ή με καυστική ουσία, καίω για θεραπευτικούς σκοπούς τους ιστούς ενός σώματος που έχουν υποστεί βλάβη ή νοσούν: ~ την πληγή. || Nα καυτηριάσεις τη βελόνα πριν τη χρησιμοποιήσεις. 2. (μτφ.) ελέγχω αυστηρά, επικρίνω με δριμύτητα: Tον καυτηρίασε για την πολιτική του. Στα άρθρα του καυτηριάζει την κοινωνική αδιαφορία.

[λόγ. < ελνστ. καυτηριάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες